- οζονόσφαιρα
- η(μετεωρ.) περιοχή τής ανώτερης ατμόσφαιρας που περιβάλλει τη Γη σε ύψος από 10 έως 40 περίπου χιλιόμετρα και μέσα στην οποία υπάρχουν οι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις όζοντος τού πλανήτη μας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ατμόσφαιρα — Αεριώδης μάζα που περιβάλλει τη Γη και επιτρέπει τη ζωή του ανθρώπου και όλων των άλλων οργανισμών του ζωικού και του φυτικού βασιλείου. Τα φαινόμενα που συμβαίνουν μέσα στην α., εκτός του ότι συμβάλλουν στη γεωλογική εξέλιξη του πλανήτη,… … Dictionary of Greek
όζον — Αέριο με χαρακτηριστική διαπεραστική οσμή που αποτελείται από μία αλλοτροπική μορφή του οξυγόνου· έχει τριατομικό μόριο, αντίστοιχο στον τύπο Ο3. Την ύπαρξή του εντόπισε ο Ολλανδός Μάρτιν βαν Μάρουμ (1750 1837) το 1785, με αφορμή την ιδιάζουσα… … Dictionary of Greek